- αρκεβούζιον
- και αρκο- και αρκιμπούζο, το (Μ ἀρκεβούζιον)1. μεσαιωνικό όπλο με το οποίο μπορούσαν να εκτοξεύουν βέλη ή σφαιρικά πέτρινα βλήματα2. εμπροσθογεμές τουφέκι που το πυροδοτούσαν με σφύρα και φιτίλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. archibugio ή archibuso, με την ίδια σημασία (πρβλ. γαλλ. arquebuse, γερμ. Hakenbuchse)].
Dictionary of Greek. 2013.